- χωράσμιος
- χωρ-άσμιος, α, ον, dub. sens., χωράσμιαι ἐλέαι (A = ἐλαῖαι) Supp.Epigr.6.673.3 (Pamphylia, ii A. D.) (but χ ὡρᾳσμέναι ἐλέαι '600 mature olive plants' (fr. ὡρᾴζω, = ὡραΐζω) acc. to Keil's reading).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.